- λαμπρῦναν
- λαμπρύνωmake brightaor part act neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκάλα — I (Scala). Περίφημο λυρικό θέατρο του Μιλάνου. Χτίστηκε το 1778 από τον Γκιουζέπε Πιερμαρίνι στη θέση της παλιάς εκκλησίας της Σάντα Μαρία αλά Σκάλα και σε αντικατάσταση της παλιάς δουκικής σκηνής, που καταστράφηκε από πυρκαγιά. Τόσο για το… … Dictionary of Greek
Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… … Dictionary of Greek
ευεργέτες, εθνικοί — Ονομάζονται ε.ε. εκείνοι οι εύποροι Έλληνες, οι οποίοι από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης και μετά δαπάνησαν ή κληροδότησαν το σύνολο ή μεγάλο μέρος της περιουσίας τους για κοινωφελείς σκοπούς, συμβάλλοντας έτσι σημαντικά στην πνευματική… … Dictionary of Greek
Μαγναύρας, πανεπιστήμιο της- — Ανώτατη σχολή που ίδρυσε στο ομώνυμο ανάκτορο της Κωνσταντινούπολης, το 863, ο καίσαρας Βάρδας επί αυτοκρατορίας Μιχαήλ Γ’. Το πανεπιστήμιο αυτό –όπου διδάσκονταν γραμματική, ρητορική, φιλοσοφία, γεωμετρία και αστρονομία– διηύθυνε ο μεγάλος σοφός … Dictionary of Greek
Ντι Μπελέ, Ζοασέν — (Du Bellay, Λιρέ 1522 – Παρίσι 1560). Γάλλος ποιητής. Σπούδασε στο Πουατιέ και έπειτα στο Παρίσι, όπου συνδέθηκε με τους ουμανιστικούς κύκλους, ιδιαίτερα με τον Ρονσάρ και άλλους νέους ποιητές της ομάδας που αργότερα πήρε την ονομασία Πλειάδα.… … Dictionary of Greek